διαψήλῃ

διαψήλῃ
διά-ψάλλω
pluck
aor subj mid 2nd sg
διά-ψάλλω
pluck
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαψάλλω — (Α) 1. επιτατικό τού ψάλλω* 2. (με αιτ.) δοκιμάζω ένα όργανο προτού παίξω δημόσια («οὔτε κιθαρῳδὸς εἰς μέσον ἔρχεται πρὶν καἰ σχολῇ διαψήλῃ τὴν λύραν», Ιμέριος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”